- μελέϊνος
- μελέϊνος, η, ον,A ashen, IG22.1672.307, Thphr.HP5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] … Dictionary of Greek
μελείνων — μελέινος ashen fem gen pl μελέινος ashen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελείνοις — μελέινος ashen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίινος — μελίϊνος, ίνη, ον (Α) ο μελέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek